- δαχτυλιδένιος, -ια, -ιο
- αυτός που έχει σχήμα δαχτυλιδιού ή είναι τόσο λεπτός που χωράει σε δαχτυλίδι, ο κομψός: Έχει δαχτυλιδένια μέση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαχτυλιδένιος — ια, ιο 1. όποιος έχει το σχήμα δαχτυλιδιού 2. (για πετράδια) κατάλληλος να στολίσει δαχτυλίδι 3. φρ. «δαχτυλιδένια μέση» τόσο λεπτή και κομψή σαν να μπορούσε να χωρέσει σε δαχτυλίδι … Dictionary of Greek
δακτυλιδένιος, -ια, -ιο — βλ. δαχτυλιδένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)